δοκιμαστικά

δοκιμαστικά
δοκιμαστικός
of
neut nom/voc/acc pl
δοκιμαστικά̱ , δοκιμαστικός
of
fem nom/voc/acc dual
δοκιμαστικά̱ , δοκιμαστικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… …   Dictionary of Greek

  • εγκλιματισμός — Πρακτική διαδικασία με την οποία επιδιώκεται η εισαγωγή και η καλλιέργεια φυτών με οικονομικό ενδιαφέρον σε περιοχές όπου δεν είναι αυτοφυή, εξαιτίας του κλίματος, του υψομέτρου ή του εδάφους. Ο ε. έχει περισσότερη αξία όσο μεγαλύτερο οικονομικό… …   Dictionary of Greek

  • καταπειράζω — (Α) (επιτ. τ. τού πειράζω*) 1. καταβάλλω προσπάθεια, επιχειρώ δοκιμαστικά, δοκιμάζω επίμονα, προσπαθώ να αποκτήσω («τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες», Λυσ.) 2. δοκιμάζω να προσβάλω, να κατακτήσω κάτι («καὶ καταπειράζειν τῶν πολεμίων», Πολύβ.).… …   Dictionary of Greek

  • πειρατικός — ή, ό / πειρατικός, ή, όν, ΝΜΑ [πειρατής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πειρατεία ή στους πειρατές, ο κουρσάρικος («πειρατικά πλοία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πειρατικό το πλοίο τών πειρατών, κουρσάρικο 2. φρ. «πειρατικός σταθμός»… …   Dictionary of Greek

  • προαναπειρώμαι — άομαι, Α εκτελώ δοκιμαστικά γυμνάσια προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναπειρῶμαι «δοκιμάζω, εξετάζω, κάνω γυμνάσια»] …   Dictionary of Greek

  • χαρακτική — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται το σύνολο των γραφικών μεθόδων που περιλαμβάνουν την αποτύπωση ενός σχεδίου επάνω σε μόνιμη μήτρα και από εκεί τη μεταφορά του σε χαρτί ή άλλο υλικό. Η αποτύπωση του σχεδίου στη μήτρα γίνεται με την τεχνική της …   Dictionary of Greek

  • Αγριππείον — Αρχαίο οικοδόμημα, η οικοδόμηση του οποίου οφείλεται στον Ρωμαίο Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα. Βρισκόταν στον Κεραμεικό της Αθήνας, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής τοποθεσία του. Ήταν ένα είδος θεάτρου, όπου οι διάφοροι ρήτορες εκφωνούσαν δοκιμαστικά… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλικά — I Δύο τοποθεσίες στον ελληνικό χώρο που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. 1. Τοποθεσία της Κορινθίας. Εκεί, τον Σεπτέμβριο του 1821, στρατοπέδευσε ο Δημήτριος Υψηλάντης για να παρακολουθεί τον Ισθμό και να βοηθήσει στην πολιορκία… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”